- αλιρραντος
- ἁλίρραντοςἁλί-ρραντος21) омываемый морскими волнами
(ἀκτή Anth.)
2) омывающий своими волнами, плещущийся(πόντος Anth.)
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
(ἀκτή Anth.)
(πόντος Anth.)
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
αλίρραντος — ἁλίρραντος, ον (Α) αυτός που ραντίζεται, βρέχεται από θάλασσα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἁλι * (< ἅλς) + ραντος < ρηματ. επίθ. ῥαντός < ῥαίνω «ραντίζω»] … Dictionary of Greek
ἁλίρραντος — sea surging masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἁλίρραντον — ἁλίρραντος sea surging masc/fem acc sg ἁλίρραντος sea surging neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἁλιρράντοιο — ἁλίρραντος sea surging masc/fem/neut gen sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἁλιρράντους — ἁλίρραντος sea surging masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἁλιρράντῳ — ἁλίρραντος sea surging masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αλι- — Γλωσσ. α συνθετικό λέξεων τής αρχαίας Ελληνικής με μεγάλη παραγωγικότητα, που προέρχεται ετυμολογικά από το ουσ. ἅλς* (I), (II) «θάλασσα, αλάτι». Το ἁλι ως α συνθετικό σημαίνει συνήθως «θάλασσα» και σπανιότερα «αλάτι». Στα νέα Ελληνικά απαντά… … Dictionary of Greek
ἁλιρράντωι — ἁλιρράντῳ , ἁλίρραντος sea surging masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)